Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Μια φωνή λογικής απέναντι στους καιροσκόπους

Κάποιος μάνατζερ αστέρων, μετά την Πάττυ περιέφερε στην πρωτεύουσα τον Max Keizer, γνωστό διαδικτυακό αστέρα να μιλήσει για την κρίση στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν το μπουλούκι - Keizer θα κάνει και καλοκαιρινές αρπαχτές στην επαρχία - όποιος ενδιαφέρεται ας ρωτήσει στο πρακτορείο του (αλήθεια, που είναι τα γραφεία της Σπίθας;) - ή σωθήκαμε μια κι έξω απ' αυτόν. Αναρωτήθηκα πολλές φορές ποια η χρεία τέτοιων κινήσεων και ειλικρινά ποτέ δεν την κατάλαβα. Ποτέ δεν χώνεψα ότι κάποιος μπορεί να θέσει σε κίνδυνο μια ολόκληρη χώρα απλά για να κατοχυρώσει ένα μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό που ίσως του εξασφαλίσει μια ή λίγο περισσότερες βουλευτικές έδρες. Ας είναι. Μερικά πράγματα συμβαίνουν για να επιβεβαιώσουν μερικές απλές πανάρχαιες αλήθειες. Μια από αυτές είναι ότι δεν είμαστε όλοι ίσοι. Αξίζουμε όλοι ίσες ευκαιρίες αλλά δεν είμαστε ίσοι. 
Πολλές φορές σκέφτηκα να γράψω ένα σεντόνι με τις ιδέες, τις σκέψεις, τις απόψεις μου σχετικά με την κρίση. Δεν το έκανα επειδή ο θυμός με τα όσα ακούω δεν με άφηνε με καθαρή και νηφάλια σκέψη. Ευτυχώς όμως και χάρη κυρίως σε άλλο ιστολόγιο (αυτό της Παραπολιτικής) ανακάλυψα τρία άρθρα που  περιέχουν όλα όσα ήθελα να πω. Έχουν γραφεί από τον Γεώργιο Παγουλάτο, και έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα "Καθημερινή
Τα άρθρα παρατίθενται με τη σειρά και τον τίτλο που δημοσιεύθηκαν.



 Η Επανάσταση του Τζάμπα

Και ξάφνου, μέσα στο μπάχαλο μιας κοινωνίας σε κρίση, ο τζαμπατζής επιβάτης κι ο έμπορος που δεν δίνει απόδειξη απέκτησαν τη θεωρητική τους νομιμοποίηση: ασκούν, λέει, το δικαίωμα της ανυπακοής. Πράγματι, είναι κεκτημένο του πολιτικού μας πολιτισμού το δικαίωμα του πολίτη να ανθίσταται στην εξουσία – εάν αυτή καταλύει το Σύνταγμα, τις δημοκρατικές ελευθερίες, τα δικαιώματα. Εκεί στηρίχθηκε η αντίσταση σε τυραννίες, το κίνημα του Γκάντι και του Μαντέλα. Αυτό ενέπνευσε τους μαύρους ακτιβιστές στην Αλαμπάμα να καθίσουν στο λεωφορείο, αντί να στέκονται πίσω όρθιοι όπως ο ρατσιστικός νόμος απαιτούσε. «Ανυπακοή» επικαλούνται και οι τζαμπατζήδες των δημόσιων μέσων, παρακινούμενοι από ανεύθυνους συνδικαλιστές που κλείνουν το μετρό σαν να είναι μαγαζί τους. Ετσι φτάσαμε από το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στο κίνημα του τζάμπα, από τη Ρόζα Παρκς στον Απόστολο Γκλέτσο. Είναι φαίνεται η μοίρα των μεγάλων ιδεών να ξαναζούν μια δεύτερη ζωή σαν φάρσα.
Πρώτον: ψυχραιμία. Δεν είμαστε χώρα υπό κατοχή: είμαστε ευρωπαϊκή οικονομία υπό σκληρή προσαρμογή, έπειτα από δεκαετίες άμετρων παροχών και ανάπτυξης. Δεύτερον, ούτε δικτατορία έχουμε, ούτε ιντιφάντα χρειάζεται, ούτε οι πολίτες στερούνται δικαιωμάτων. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει: έχουμε χάσει την αυτονόητη αντιστοίχιση δικαιωμάτων με υποχρεώσεις. Σε αυτή την ανομική κοινωνία λοιπόν, που αν κάτι τη χαρακτηρίζει είναι ακριβώς η διάχυτη κατάχρηση δικαιωμάτων και η αναιμική αίσθηση υποχρεώσεων, βρήκαν οι ρήτορες της «αντίστασης» να κηρύξουν την ανυπακοή προς το κράτος. Ποιο κράτος; Αυτό που, έχοντας πιάσει πάτο, πασχίζει να νοικοκυρέψει δαπάνες, να μαζέψει έσοδα, να κάνει λογαριασμό. Σ’ αυτό το παραπαίον κράτος, το ζαλισμένο από την οξύτητα των κρίσεων (δημοσιονομικό, μεταναστευτικό, ανομία), βρήκαν οι λαϊκοί σωτήρες μας να κηρύξουν την ανυπακοή.
Σαν τους ρήτορές της, η γλώσσα της καθ’ ημάς ανυπακοής όζει αναχρονισμού. Όσο κι αν αντιβαίνει σε δημοφιλείς μας μύθους, η Ελλάδα δεν είναι μια ατυχήσασα χώρα. Δεν είναι Χιλή, Σιέρα Λεόνε, Λίβανος, Παλαιστίνη, Γιουγκοσλαβία... Τα τελευταία 65 χρόνια κάναμε δύο κρίσιμες γεωπολιτικές «επενδύσεις» (τη Δύση στον Ψυχρό Πόλεμο, την Ευρώπη στη μεταπολίτευση) που «μας βγήκαν» · απέδωσαν με το παραπάνω. Σε αντίθεση με άλλες, η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που οι πόροι της ληστεύθηκαν από τον διεθνή ιμπεριαλισμό και καπιταλισμό (τον διεθνή καπιταλισμό αντιθέτως, τα τελευταία 30 χρόνια, θα θέλαμε να είχαμε προσελκύσει). Αν έφτασε η Ελλάδα στη χρεοκοπία το οφείλει κυρίως σε αποτυχίες των πολιτικών της. Με την κρίσιμη ανοχή, συνενοχή και συμμετοχή πλειονότητας πολιτών στις πελατειακές διευθετήσεις, τα συντεχνιακά προνόμια, τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά. Λάβαμε ένα μεγάλο Σχέδιο Μάρσαλ και τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εισροές μετά το ’80, μέρος των οποίων φροντίσαμε να σπαταλήσουμε. Πήραμε επίσης πέρυσι το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία (110 δισ.), το οποίο σύντομα οι εταίροι μας θα φροντίσουν να αναδιαρθρωθεί υπέρ μας. Ζούμε τέλος, από το 1974, τη μακρότερη αδιάλειπτη δημοκρατία, ειρήνη και (μέχρι πρότινος) ευημερία στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Επομένως, και οι κομβικές εθνικές επιλογές μας δικαιώθηκαν, και η κουλτούρα της εθνικής «θυματοποίησης» δεν δικαιολογείται.
Γιατί λοιπόν αυτή η ανάδυση της «ανυπακοής», με μια χονδροειδή ρητορεία περί «ξένης κατοχής»; Η πρώτη εξήγηση παραπέμπει στα υπόγεια ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας. Με μια Αριστερά που προτιμούσε τον Τσε από τον Ζαν Ζωρές, τον Βελουχιώτη από τον Αλ. Παπαναστασίου. Με μια Δεξιά, που αντί να υπερασπιστεί τις (συντηρητικές στο κάτω κάτω) αξίες της φιλοπονίας, της αξιοκρατίας, της κοινωνικής ευταξίας, του κράτους δικαίου, της νοικοκυρεμένης διαχείρισης, λούφαξε και μεταμορφώθηκε σε λαϊκιστικό κακέκτυπο των ιδεολογικών της αντιπάλων. Σε μια κοινωνία που, ενοχοποιημένη για τη μεταχείριση των ηττημένων του Εμφυλίου, ανήγαγε την «ανυποχώρητη αντίσταση» σε ηγεμονική κουλτούρα και την καταγγελτική ανυπακοή σε υπέρτερη αξία.
Η δεύτερη εξήγηση παραπέμπει στη δυσλειτουργία των θεσμών, άλλοθι ανομίας και ανυπακοής. Δημόσιοι λειτουργοί χρηματίζονται. Δικαστές αδυνατούν να τιμωρήσουν προκλητικούς επιχειρηματίες του υποκόσμου, που, καβάλα στα κτηνώδη τζιπ τους, εμπαίζουν την κοινωνία φυσώντας μας τον καπνό του τεράστιου πούρου τους. Βουλευτές ζητούν θυσίες από τους άλλους – ξεχνώντας τον εαυτό τους και τους υπεράριθμους υπαλλήλους τους. Η διερεύνηση των διεφθαρμένων πολιτικών που ζημίωσαν τη χώρα κινείται με ρυθμούς παγετώνος, η συντεχνιακή αλληλεγγύη βασιλεύει, οι εξεταστικές επιτροπές δυσφημούν τη Βουλή ως το μεγαλύτερο πλυντήριο της χώρας. Αδυνατώντας να υπερβεί τον μικρό εαυτό του, το πολιτικό μας προσωπικό παίζει με τη φωτιά. Ανοίγει χώρο στα άκρα, στο ετερόκλητο συνονθύλευμα που συνενώνει αμετανόητους κομμουνιστές, υστερικούς εθνικιστές και ποικιλώνυμους τυχοδιώκτες, που με παραληρηματικά μανιφέστα εξωραΐζουν την «ανυπακοή», κολακεύοντας την οργή του κόσμου.
Ολοι αυτοί, σε κακόφωνη αρμονία, εργάζονται για τη διάλυση του κράτους. Ενός κράτους που βέβαια δεν το έχει ανάγκη ούτε ο γκάνγκστερ με το πούρο (αυτός έχει τους φουσκωτούς του) ούτε ο μεγαλο-φοροφυγάς (αυτός έχει τις καταθέσεις έξω και τα ακίνητα σε οφσόρνεκρωμένου κέντρου της Αθήνας που καταστρέφεται. Από την αποτυχία του κράτους κερδίζουν μόνο οι δυνάμεις του μπάχαλου: χρυσαυγίτες-κυνηγοί μεταναστών, εξτρεμιστές που ονειρεύονται την Ελλάδα Αίγυπτο, χουλιγκαναίοι παντός είδους. Και κερδοσκόποι (για να μην ξεχνιόμαστε), διεθνείς και εγχώριοι, που ποντάρουν στην οικονομική κατάρρευση για να μας αγοράσουν κοψοχρονιά...


Η δική μας κρίση δεν είναι καπιταλιστική



«Ρυθμίστε μας γιατί είμαστε πολύ άπληστοι», ζητούσαν κάποιοι Αμερικανοί τραπεζίτες το 2008, στην ταινία-χρονικό της διεθνούς οικονομικής κρίσης «Στημένη Δουλειά» (Inside Job). «Περιορίστε μας γιατί είμαστε πολύ ανεπαρκείς», θα έπρεπε να ζητούν από τις Βρυξέλλες κάποιοι Ελληνες πολιτικοί, σε ένα υποθετικό χρονικό της ελληνικής χρεοκοπίας.
Η χρηματοπιστωτική απορρύθμιση στις ΗΠΑ ήταν μια επιτήδεια δουλειά «από μέσα», έργο μιας ελίτ που το έφτιαξε στα μέτρα της. Το δικό μας δημοσιονομικό σύστημα πριονίστηκε «από κάτω», από τη διαχρονική συνέργεια πολιτικών, κρατικοδίαιτης κλεπτοκρατίας, οργανωμένων συμφερόντων και ψηφοφόρων, που όλοι αθροίζονταν σε μια πιθανή πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Ομως, το άθροισμα των επιμέρους συμφερόντων δεν ταυτίζεται με το γενικό συμφέρον. Το πλήθος των συντεχνιακών πελατών ενός κράτους-λάφυρου δεν φτιάχνει κοινωνία, όπως και η ικανοποίηση των οικονομικών διεκδικήσεων δεν συνιστά οικονομική πρόοδο.
Η δική μας κρίση δεν ήταν μέρος της διεθνούς χρηματοπιστωτικής παθογένειας. Δεν προήλθε από αχαλίνωτα τραπεζικά ιδρύματα, που υπερδάνεισαν την ιδιωτική οικονομία, έφτιαξαν φούσκες, άντλησαν μπόνους δισεκατομμυρίων, πολλαπλασίασαν μόχλευση και κινδύνους και έστειλαν τον λογαριασμό στο κράτος. Οι ελληνικές τράπεζες ούτε υπερδάνεισαν ούτε υπερδανείστηκαν ούτε ξεκοκάλισαν εξωφρενικές αμοιβές. Το ιδιωτικό μας χρέος είναι από τα χαμηλότερα. Οι τράπεζες δεν διασώζονται με δημόσιο χρήμα επειδή δημιούργησαν κινδύνους. Διασώζονται επειδή κινδυνεύουν από το τσουνάμι του δημοσίου χρέους. Τα τοξικά των τραπεζών είναι οι επενδύσεις τους σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.
Η ελληνική κρίση δεν ήταν έκρηξη ιδιωτικού δανεισμού που μεταμορφώθηκε σε δημόσιο έλλειμμα και χρέος (όπως σε ΗΠΑ, Βρετανία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία, κ. α.). Δεν ήταν μια κρίση των τραπεζών που έγινε κρίση του κράτους. Ηταν ακριβώς το αντίστροφο: μια κρίση δημοσίου χρέους, που στη συνέχεια μόλυνε έναν υγιή τραπεζικό τομέα.
Τι περιέχει η ελληνική δημοσιονομική κρίση; Γνώριμα πρόσωπα, οικείες συνήθειες. Δημόσιες δαπάνες πάνω από τα έσοδα, στρατιές περιττών υπαλλήλων, διεφθαρμένους πολιτικούς που εκλέγαμε, σπατάλες για να χαϊδεύουν τις τοπικές πελατείες, διευκολύνσεις σε «αφεντικά», μια θάλασσα μικρο-ρουσφετιών, τη μεγαλύτερη φοροδιαφυγή και μικροδιαφθορά στην Ευρωζώνη. Με τη χώρα στο χείλος του γκρεμού το 2008, ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Καραμανλή εκπαραθυρώθηκε μόλις πρότεινε μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής των ελεύθερων επαγγελματιών. Κάθε φορά που αμνήμονες ταγοί ξιφουλκούν αυτάρεσκα κατά του τρισκατάρατου Μνημονίου, ας τους θυμίζουμε ότι δεν είμαστε ακριβώς οι άδολες παρθένες που χέρια ξένων βαρβάρων οδήγησαν στην πυρά.
Συνέβαλε στην κρίση μας το χρηματοπιστωτικό σύστημα; Συνέβαλε, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Με τη μετατροπή του δημοσίου χρέους σε εξωτερικό, την τελειοποίηση της φοροαποφυγής για τους έχοντες πλούτο, τη διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών μετά την ένταξη στο ευρώ. Περίπου μέχρις εκεί.
Γι' αυτό η εθνική μας κρίση δεν είναι μια κρίση του προηγμένου χρηματο-καπιταλισμού. Είναι πρωτίστως κρίση διαχρονική της μεταπολίτευσης. Το δημοσιονομικό μας πρόβλημα είναι το πολιτικό μας σύστημα, όπως λέει ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Δεν είναι κρίση ενός high-tech καπιταλιστικού συστήματος, είναι κρίση ενός low-tech πολιτικού συστήματος, και της κοινωνίας που το δημιούργησε και διαπλάστηκε από αυτό. Γι' αυτό και το πρόβλημα εξόδου από την κρίση δεν είναι πρόβλημα οικονομικής συνταγής, είναι κυρίως ξανά πρόβλημα πολιτικού προσωπικού. Που δυσκολεύεται να ξεπεράσει τον εαυτό του για να κάνει ό, τι είναι αναγκαίο. Ή που αρνείται να τιθασεύσει τα κομματικά ρεφλέξ και να κατέβει από τα κεραμίδια της φτηνής αντιπολίτευσης.
Εχει σημασία η ελληνική «διαφορά»; Εχει, διότι αφορά τις προϋποθέσεις «νομιμοποίησης» του προγράμματος προσαρμογής. Οταν ο Ιρλανδός υπάλληλος ενός ελάχιστου κράτους συμπιέζεται για να σωθούν οι ιρλανδικές τράπεζες που δημιούργησαν την κρίση, δεν είναι το ίδιο με τον Ελληνα υπάλληλο ενός κράτους-Γαργαντούα, που ο μισθός του συμπιέζεται για να μην απολυθούν οι υπεράριθμοι του Δημοσίου που παρήγαγε το έλλειμμα του 15,4%. Η ελληνική κρίση είναι συνέπεια αποτυχίας της δημοκρατίας μας κι όχι ασυδοσίας των αγορών. Και γι' αυτό είναι δημοκρατικά θεμιτή η προσαρμογή με δημοσιονομική πειθαρχία, με αποκατάσταση του κράτους δικαίου, με διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με μείωση του κρατικού λίπους, με θυσίες απ' όλους.
Δεν είναι άδικο το πρόγραμμα προσαρμογής; Είναι άδικο για όσους δεν συμμετείχαν στο πλιάτσικο, έλιωναν στον ανταγωνισμό, πλήρωναν τους φόρους τους. Είναι άδικο για όσους χάνουν τη δουλειά τους, αγωνιούν για το σπίτι τους, φλερτάρουν με τη φτώχεια. Και, βέβαια, η βάση δεν έχει ίδιες ευθύνες με την κορυφή. Ακόμα δεν είδαμε έναν φαύλο πολιτικό πίσω από τα κάγκελα. Αλλά αυτή δεν είναι μια κρίση που εξυφάνθηκε στην πλάτη μας. Είναι μια κρίση που τη γνωρίζαμε και την αγνοήσαμε. Δεν μας την έκρυψαν σε περίπλοκα προϊόντα, όπως η Γουόλ Στριτ στους πελάτες της. Δεν μας αιφνιδίασε, όπως στην Ιρλανδία. Εναν κίνδυνο ήξερε το Μάαστριχτ, το δημόσιο έλλειμμα και χρέος. Οι πολιτικοί μας οι ίδιοι προειδοποιούσαν. Αλλά μετά συνέχιζαν τη χαλαρότητα, για να μας κρατούν ευχαριστημένους.
Η κρίση σε Ευρώπη και Αμερική αναδεικνύει την παρασιτική υπερανάπτυξη των χρηματαγορών εις βάρος της δημοκρατίας. Η ελληνική κρίση έχει αντίστροφη φορά: είναι κρίση ενός δημοκρατικού κρατισμού που, στη θαλπωρή μιας αχαλίνωτης μεταπολίτευσης, αναπτύχθηκε παρασιτικά, πνίγοντας την οικονομία και τις αγορές. Τώρα, η οικονομία δίνει τη μάχη της επιβίωσης, στο όνομα της κοινωνίας.


Ενα πανούργο σχέδιο



Οι οπαδοί της αξέχαστης βρετανικής κωμικής σειράς Μπλακάντερ θα θυμούνται τον Μπόλντρικ, έναν περιορισμένης αντίληψης ανθρωπάκο, ο οποίος κάθε τόσο ανήγγελλε τις εμπνεύσεις του (που κυμαίνονταν από εξωφρενικές έως παραλυτικά βλακώδεις) με τη φράση: «έχω ένα πανούργο σχέδιο!». Αυτό που ξεχώριζε τον Μπόλντρικ δεν ήταν τόσο ότι έβλεπε πράγματα που οι άλλοι δεν έβλεπαν, όσο ότι αδυνατούσε να καταλάβει εκείνα που όλοι οι άλλοι μπορούσαν να αντιληφθούν.
Από το 2010 έως σήμερα έχουμε ακούσει πολλά πανούργα σχέδια. Πέρυσι κάποιες επαναστατικές δυνάμεις της αριστεράς μάς παρακινούσαν να κηρύξουμε μονομερή χρεοκοπία. Ετσι θα καταστρέφαμε μεν την εθνική μας οικονομία, θα τιμωρούσαμε όμως και τις ξένες τράπεζες που μας είχαν δανείσει. Ιδιοφυές! Η νεότερη εκλεπτυσμένη εκδοχή της πρότασης είναι να διαγράψουμε το «απεχθές χρέος», προσχωρώντας εθελουσίως σε κατηγορία λατινοαμερικάνικης μπανανίας, λες και το χρέος το δημιούργησε κάποια χούντα του Βιντέλα και όχι λαϊκιστικές κυβερνήσεις που εμείς εκλέγαμε για να ανέχονται τη φοροδιαφυγή, να μοιράζουν διορισμούς στο Δημόσιο και παχυλές συντάξεις σε πενηντάρηδες. Αλλα δαιμόνια σχέδια περιλαμβάνουν την πρόταση εξόδου από το ευρώ (ευγενής χορηγία του κ. Λαφαζάνη) -προοπτική που βεβαίως έχει κατατρομάξει τους κερδοσκόπους των διεθνών αγορών...
Το τελευταίο πανούργο σχέδιο που κυκλοφορεί είναι ότι η Ελλάδα θα λύσει το πρόβλημα με το να πείσει τους δανειστές να της χαρίσουν ένα μεγάλο μέρος του χρέους. Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες προτάσεις, που είναι εμφανώς καταστροφικές, η λύση αυτή είναι σχεδόν ιδεώδης. Είναι ασφαλώς προτιμότερο να μας χαρίσουν το χρέος από το να πρέπει να το αποπληρώσουμε όλο. Είναι επίσης προτιμότερο να είσαι νέος, υγιής και πλούσιος, παρά γέρος, άρρωστος και φτωχός, όπως σημείωνε και ο Πάσχος Μανδραβέλης.
Ας μην παρεξηγηθούμε. Μια οργανωμένη, ήπια συναινετική αναδιάρθρωση (π. χ. αντικατάσταση παλαιών ομολόγων στην τρέχουσα τιμή αγοράς με νέα μακρύτερης διάρκειας ελληνικά ομόλογα με διεθνή εγγύηση) θα ήταν επιθυμητή και βάσιμη, παρά τους κινδύνους αποσταθεροποίησης. Ομως το σχέδιο έχει μια κρίσιμη αδυναμία: η πραγματοποίησή του δεν εξαρτάται από τη δική μας βούληση, αλλά από τη συμφωνία πιστωτών και εταίρων.
Από τι εξαρτάται η συμφωνία των άλλων; Από πλήθος παραγόντων, πολλούς καθαρά εξωγενείς: η πορεία Πορτογαλίας και Ιρλανδίας, μια κρίση των ισπανικών τραπεζών, η εξυγίανση των γερμανικών τραπεζών, οι πολιτικές εξελίξεις στη Φινλανδία, κ. λπ. Ομως μια ευνοϊκή συμφωνία αναδιάρθρωσης εξαρτάται κυρίως από μάς. Οι ευνοϊκότερες προϋποθέσεις είναι ίσως ένας συνδυασμός μέγιστης εθνικής προσπάθειας για κανονική εξυπηρέτηση των δανειακών μας υποχρεώσεων, και ανυπέρβλητης αντικειμενικής δυσκολίας να το καταφέρουμε.
Οσο λιγότερο η κυβέρνηση εμφανίζεται να επιδιώκει την αναδιάρθρωση, όσο πιστότερα εμπράκτως τηρεί τις δεσμεύσεις του Μνημονίου, τόσο πιο αξιόπιστα μπορεί να διαπραγματευτεί μια ευνοϊκή συμφωνία. Η ζημιά που προκαλούν οι δημόσιοι πολιτικοί ζηλωτές της αναδιάρθρωσης δεν προκύπτει τόσο από αυτό που προτείνουν όσο από αυτό που υπονοούν (ότι η πολιτική του Μνημονίου «δεν βγαίνει», ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί). Αυτό δεν ισχύει για τον πρώην πρωθυπουργό κ. Σημίτη, ο οποίος κατέστησε σαφές ότι μια αναδιάρθρωση δεν αίρει την ανάγκη προσαρμογής στους κανόνες για το δημόσιο χρέος και έλλειμμα, ούτε απαλλάσσει την Ελλάδα από το Μνημόνιο και τις υποχρεώσεις που ανέλαβε.
Για μια ευνοϊκή συμφωνία χρειαζόμαστε εθνική αξιοπιστία, που διαμορφώνεται από την τήρηση των δεσμεύσεων του Μνημονίου, που οικοδομεί κεφάλαιο καλής πίστης και παράγει διαπραγματευτική ισχύ. Οι εντυπώσεις μετράνε. Αλλο πράγμα μια αναδιάρθρωση που συμφωνείται, διότι παρά τις εργώδεις προσπάθειες του ελληνικού λαού το χρέος είναι αντικειμενικά αδύνατο να εξυπηρετηθεί. Και εντελώς διαφορετικό μια αναδιάρθρωση με την οποία οι πονηροί και φυγόπονοι Ελληνες, κουρασμένοι από έναν μόλις χρόνο λιτότητας, καταδολιεύουν τους πιστωτές για να την σκαπουλάρουν. Οι εταίροι δεν θα συναινούσαν σε κάτι που δεν θα μπορούσαν να υπερασπιστούν έναντι των ψηφοφόρων τους.
Και οι ξένοι κοιτούν την Ελλάδα και τι βλέπουν; Βλέπουν ευρείες μεταρρυθμίσεις να έχουν «καθήσει», μια ηρωική μείωση του δημόσιου ελλείμματος 5 μονάδες αλλά το κράτος να παραμένει ο μεγάλος ασθενής. Ακούν αποκρατικοποιήσεις που δεν γίνονται, και διακρίνουν κόπωση. Βλέπουν την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ να σπαράσσεται και τη Ν. Δ. να κατακεραυνώνει το Μνημόνιο, εμπεδώνοντας προς τα έξω την εικόνα ότι αυτή η χώρα είναι αδιόρθωτη, αδυνατεί να αλλάξει, αρνείται να κυβερνηθεί.
Για μια ακόμα φορά η πραγματικότητα είναι μπροστά μας, ωμή στην ειλικρίνειά της. Οποιαδήποτε αναδιάρθρωση θα ήταν ανώφελη χωρίς ταχύ μηδενισμό των πρωτογενών ελλειμμάτων, μεταρρύθμιση του κράτους και της οικονομίας. Χωρίς απτά αποτελέσματα, καμία ευνοϊκή συναίνεση εταίρων και πιστωτών δεν είναι δυνατή. Και καμία αναδιάρθρωση δεν θα σήμαινε εγκατάλειψη ενός μακρόχρονου προγράμματος σκληρής προσαρμογής.
Το χρέος διογκώθηκε από πολιτικούς που επέμεναν να κρύβουν την αλήθεια από ψηφοφόρους που προτιμούσαν να μην την ακούνε. Η κουβέντα της αναδιάρθρωσης τώρα παράγει το ίδιο εμπόριο ψευδών ελπίδων που πάντα μας βόλευε για να αποφεύγουμε τα δύσκολα. Μετά από δεκαετίες άρνησης του προβλήματος έχουμε επιτέλους την ευκαιρία να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να φτιάξουμε τα πράγματα σωστά. Να εξυγιάνουμε το κράτος, να κλείσουμε τις τρύπες, να θέσουμε βάσεις ανάπτυξης. Θα ήταν καταστροφή αν χάναμε κι αυτή την ευκαιρία περιμένοντας άβουλοι τον από μηχανής θεό να μας λυτρώσει από τα χρέη μας.





1 σχόλιο:

  1. Το Συμπέρασμα που καταλήγουν οι μνημονιακοί τον τελευταίο καιρό είναι φαιδρό. Ζητούν αποκρατικοποιήσεις και εννοούν εκποιήσεις. Κινούνται στην γραμμή:
    «Το κράτος χρεοκόπησε και ταλαιπωρεί τον καημένο τον ιδιωτικό τον τομέα και τις τράπεζες με τα τοξικά ομόλογα του. Για αυτό κόψτε από τις χρεοκοπημένες δαπάνες του κράτους και κόψτε το χρεοκοπημένο κράτος σας σε τεμάχια και πουλήστε τα όσο όσο. Δώστε τα στο ιδιωτικό τομέα. Καλυτέρα βεβαία θα ήταν σε ρευστό η σε εγγυήσεις του Δημοσίου, αλλά φευ...».

    Φωνή λογικής; χμ..!

    ΑπάντησηΔιαγραφή