Φίλος
παλιός, την εποχή του πρώτου πυρετού, είχε ανοίξει συνοικιακό κατάστημα «κινητή
τηλεφωνία» σε Αθηναϊκό προάστιο, κάτι σαν τα frozen yoghurt τα
σημερινά – κάθε γωνία και γιαουρτερί.
Όταν
κυκλοφόρησε η φήμη για πώληση του Γερμανού, ο φίλος μου τηλεφώνησε όλο χαρά και
μου είπε ότι επιτέλους, θα πιάσει την καλή. «Μας αγοράζουν» είπε «άρχισαν από
το Γερμανό, σύντομα και σ’ εμάς». Δυστυχώς γι’ αυτόν αλλά φυσικά, κανείς δεν
τον αγόρασε. Έκλεισε μόνος του ενάμιση χρόνο μετά καταχρεωμένος σε νοίκια, ΤΑΕ
και προμηθευτές.
Το
θυμήθηκα και υπομειδίασα όταν πρόσφατα άκουσα (ή διάβασα, τι σημασία έχει;) ότι
κάποιοι αποφάσισαν να σηκώσουν παντιέρα κατά της ιδιωτικοποίησης των εταιρειών
ύδρευσης, θέλοντας να προστατεύσουν «τα νερά», φερ’ ειπείν ενός Δήμου στα –
πανέμορφα – Γρεβενά. Ποιότητα και υγεία είναι τα δυο συνθήματα που ακούγονται δίκην
επιχειρήματος.
Βέβαια,
η πλειοψηφία των νερών ύδρευσης της Ελλάδας ούτε άριστης ποιότητας είναι, ούτε
απολύτως υγιεινή η κατανάλωσή τους. Κανείς όμως δεν έκανε μια οργανωμένη
καμπάνια με κεντρική αρθρογραφία ώστε να εφαρμοστούν ενιαία και σε επίπεδο
επικράτειας κάποιοι κανόνες που θα διασφάλιζαν την ποιότητα των νερών ύδρευσης
και θα εγγυόταν την υγεία των καταναλωτών – χρηστών. Η διαμαρτυρία βλέπετε είναι εύκολη. Η υπευθυνότητα απαιτεί σκέψη.
Πόσο
«κινδυνεύουν» αλήθεια από την τρομακτική ιδιωτικοποίηση «τα νερά» μας;
Υπάρχουν
τρεις κατηγορίες «νερών» ή για να είμαστε ακριβείς εταιρειών ύδρευσης και
αποχέτευσης οι οποίες θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε μια συζήτηση περί
ιδιωτικοποίησης σήμερα.
Στην
πρώτη κατηγορία εντάσσονται η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ. Θα μπορούσε βέβαια, λόγω
μεγέθους και μόνο, η ΕΥΔΑΠ να αποτελέσει μια κατηγορία από μόνη της αλλά θεωρώ
ότι με βάση το μέγεθος, το επίπεδο της εταιρικής οργάνωσης, την πολυπλοκότητα
και το μέγεθος του δικτύου, την εκπαίδευση των πολιτών-πελατών σε μια λογική
χρέωσης υπηρεσιών, οι δυο αυτές εταιρείες αποτελούν μια κατηγορία.
Στη
δεύτερη κατηγορία εντάσσονται όλες οι οργανωμένες ΔΕΥΑ που έχουν και
λειτουργούν υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης, μπορούν να ελέγξουν – και ελέγχουν
σε τακτική βάση – την ποιότητα των νερών τους, έχουν τμήμα συντήρησης δικτύων,
μηχανογραφημένο λογιστήριο, διοικητικές υπηρεσίες, τεχνική - επιστημονική
στελέχωση και τμήμα έκδοσης και είσπραξης τελών. Η διαφορά τους με την πρώτη
κατηγορία αφορά κυρίως το οικονομικό μέγεθός τους αλλά και το μέγεθος των
υποδομών και εγκαταστάσεων.
Στην
τρίτη κατηγορία εντάσσονται όλα τα υπόλοιπα. Αναφερόμαστε σε υποτυπώδεις ΔΕΥΑ,
χωρίς διοικητικό, τεχνικό ή επιστημονικό προσωπικό, με εγκαταλειμένες εγκαταστάσεις,
μηδενικό ή ευκαιριακό ποιοτικό έλεγχο, με υποτυπώδη τήρηση υγειονομικών
κανόνων, χωρίς οικονομική βάση
Είναι
προφανές ότι πραγματικό επενδυτικό ενδιαφέρον, άρα σαφής και εκδηλωμένη πρόθεση
ιδιωτικοποίησης, υπάρχει στην πρώτη και, υπό προϋποθέσεις και μερικώς, στη
δεύτερη κατηγορία. Συμβαίνουν όμως πολλά παράδοξα στο χώρο που θα μας οδηγήσουν
να αρχίσουμε την αναφορά μας από την τρίτη κατηγορία που λογικά δεν αποτελεί επενδυτική ευκαιρία.
Υποτυπώδεις
έστω υποδομές ύδρευσης υπάρχουν σε κάθε χωριό και σχεδόν στο σύνολο των
οικισμών της Ελλάδας. Λειτουργούν χωρίς κανέναν ιδιαίτερο εξοπλισμό, με ένα ή
περισσότερα υδραγωγεία, χωρίς επεξεργασία κάποιου είδους, χωρίς διοικητική
υποστήριξη. Ένας υδραυλικός, πολλές φορές
με σύμβαση και κάποιος υπάλληλος του δήμου που περιστασιακά και μεταξύ των
άλλων συντάσσει χρεωστικές καταστάσεις είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Μερικοί
τέτοιοι δήμοι, για διάφορους λόγους εδεήθησαν ενός βιολογικού, μιας μονάδας
δηλαδή επεξεργασίας αποβλήτων. Συνήθως μια τέτοια μονάδα εξυπηρετεί μερικούς γειτονικούς
οικισμούς και το μέγεθός της δεν ξεπερνά τους δέκα χιλιάδες ισοδύναμους
κατοίκους. Μετά την καλλικρατική διοικητική μεταρρύθμιση, βρέθηκαν δήμοι με
πολλά υποτυπώδη ή απλοϊκά δίκτυα ύδρευσης, με έναν ή περισσότερες μονάδες
επεξεργασίας αποβλήτων και ίσως με μια Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης
υπο ή λάθος στελεχωμένη, με υψηλότατο λειτουργικό κόστος. Οι περισσότεροι από τους
Δήμους, αδυνατώντας να ανταποκριθούν στο κόστος, αναζητούν απεγνωσμένα τρόπο να
αποτινάξουν από τους ώμους των δήμων τον βραχνά των ΔΕΥΑ. Όμως, φεύ, κανείς
σοβαρός επιχειρηματίας δεν αποφασίζει να αναλάβει επ’ αμοιβή την διαχείριση και
λειτουργία απαρχαιωμένων δικτύων και προβληματικών εγκαταστάσεων. Πολύ
περισσότερο, όταν έχει να αντιμετωπίσει ένα σύνολο εργαζομένων οι οποίοι «έχουν
μάθει αλλιώς». Κανένας σοβαρός επιχειρηματίας. Όμως υπάρχουν κάποιοι, πολλοί
συνήθως οι οποίοι μπροστά στο φάσμα της ανεργίας ή της πτώχευσης, ρισκάρουν και
έναντι αδρής αμοιβής αναλαμβάνουν να λειτουργήσουν βιολογικούς οι οποίοι απλά
υπάρχουν.
Τι
έχουν εξ άλλου να χάσουν; Με έξι χιλιάρικα το μήνα τουλάχιστον, και λειτουργικά
που δεν ξεπερνούν τα δύο, τους μένουν και τέσσερα το μήνα, σαρανταοχτώ το
χρόνο. Με λίγη τύχη μπορεί να ενθυλακώσουν το σύνολο. Αν είναι άτυχοι, ίσως
χρειαστεί να πληρώσουν τα μισά σε κανένα ξώφαλτσο πρόστιμο ελεγκτικής αρχής (αν
η τελευταία βρει το δρόμο προς την Άνω Κωλοπετεινίτσα).
Η
κατάσταση που περιγράφω παραπάνω συμβαίνει ήδη σε μεγάλη μερίδα Δήμων ή
Δημοτικών διαμερισμάτων σε όλη την επικράτεια. Μια ιδιότυπη ιδιωτικοποίηση,
χωρίς όρους, χωρίς εγγυήσεις, χωρίς δεσμεύσεις. Μια ιδιωτικοποίηση στο πνεύμα της
αρπαχτής η οποία ήρθε σαν αποτέλεσμα όχι κάποιου οργανωμένου σχεδίου του
διεθνούς κεφαλαίου αλλά ως συνέπεια της ελληνικής λούμπεν δημοκρατίας και της λεγόμενης
ανάπτυξης η οποία δομήθηκε με την ηθική συνοικιακών σαλταδόρων και διακομματική
σύμπνοια.
Σε
αυτούς τους δήμους, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίες αριθμητικά είναι το 90
% των περιπτώσεων στο σύνολο της χώρας, μια σοβαρή ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών
ύδρευσης και αποχέτευσης, θα ήταν δώρο θεού, αλλά δυστυχώς γι’ αυτούς θα είναι
ευτυχείς εάν πετύχουν ένα καλό λαμόγιο. Εκτός εξαιρέσεων…
Υπάρχει
μια μικρή σειρά από ΔΕΥΑ οι οποίες έχουν αναπτύξει σωστές υποδομές, παρέχουν
υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, είναι οικονομικά υγιείς, έχουν προοπτικές
ανάπτυξης. Αυτές είναι στόχος πολλών μεσαίου μεγέθους, κυρίως ελληνικών
εταιρειών ή κοινοπραξιών με ελληνικό πρόσωπο. Αυτές, είναι εκλεκτά φιλέτα για
τα ελληνικά μεγέθη και θα είναι περιζήτητες τα επόμενα χρόνια. Εκτός…
Εκτός
αν μερικές από αυτές κατανοήσουν τις προκλήσεις των καιρών και αποφασίσουν να
ωριμάσουν. Αποφασίσουν δηλαδή να αναζητήσουν στη γεωγραφική τους γειτονιά,
π.χ., υγιείς ή εύκολα εξυγιάσιμες μικρότερες ΔΕΥΑ και αναλάβουν τη διαχείριση
και λειτουργία τους. Αυτό όμως απαιτεί δημάρχους με όραμα σε αμφότερες τις πλευρές.
Ακόμα κι αν ευτυχήσουν όμοροι δήμοι να έχουν τέτοιους, κανείς δεν εγγυάται ότι
στην επόμενη θητεία τα πράγματα θα είναι ίδια. Αξίζει όμως τον κόπο να
δοκιμαστεί ένα τέτοιο σενάριο.
Η τρίτη
κατηγορία ΕΥΑ, η πρώτη τη τάξη δηλαδή, είναι νύφες καλοπροικισμένες. Δύσκολα θα
μείνουν στο ράφι όταν βγουν στο παζάρι. Έχουν βέβαια τα στραβά τους που δεν
είναι λίγα, αλλά όλα διορθώνονται.
Συνοψίζοντας,
σε όσους θεωρούν ότι η ιδιωτικοποίηση των νερών – όπως τη φαντάζονται - αφορά τα
νερά γενικώς, θα τους θύμιζα απλά την σοφή παροιμία: «κι η μυλωνού τον άντρα της,
με τους πραματευτάδες».
Σε
όσους πραγματικά ανησυχούν για το μέλλον της αυτοδιοίκησης για την ποιότητα
υπηρεσιών και προϊόντων και για την υγεία των πολιτών, θα τους έλεγα ότι το
τελευταίο για το οποίο πρέπει να ανησυχούν τη δεδομένη στιγμή είναι η
ιδιωτικοποίηση.
Τέλος,
σε όσους ανησυχούν για το τι θα ακολουθήσει την επερχόμενη ιδιωτικοποίηση των δύο
μεγάλων Εταιρειών Ύδρευσης και Αποχέτευσης θα τους παρακαλούσα να
αναζητούν παραδείγματα από την Ευρώπη και όχι από την Λατινική Αμερική, η χώρα μας
ευτυχώς ακόμα δεν άνοιξε πανιά για Ατλαντικό. Θα εκπλαγούν με όσα βρουν. Θα τους
έλεγα επίσης ότι σκοπός καθενός είναι (ή πρέπει να είναι) η παροχή υψηλής
ποιότητας, επαρκούς ποσότητας και λογικής τιμής προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτό
είναι που πρέπει να εξασφαλίσουμε. Αν αυτό δεν υπάρχει, λίγο ενδιαφέρει αν θα
με ποτίζει λάσπη, χρώμιο και αρσενικό ο δήμαρχος Χαρχούδας ή η Γκιουμόλια ΑΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου