Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Η καταθλιπτική καθημερινότητα της πόλης


Πριν μερικές μέρες επικοινώνησε μαζί μου μια ευγενέστατη κυρία και ζήτησε τη βοήθειά μου σε κάποιο πρόβλημα της γειτονιάς της. Μιλώντας με πάθος αλλά χωρίς ένταση, μου ανέφερε το γεγονός. Συγκεκριμένα, εδώ και δεκαετίες, η νότια πλευρά της πλατείας Εβραίων μαρτύρων στη Λάρισα, χρησιμοποιείται σαν αφετηρία λεωφορείων του Αστικού ΚΤΕΛ. Μια λύση η οποία – όπως η ίδια με πληροφόρησε – είχε επιλεγεί ως προσωρινή, έχει γίνει καθεστώς τριακονταετίας και πλέον. «Ξέρετε τι σημαίνει να υπάρχει ένα λεωφορείο μόνιμα παρκαρισμένο κάτω από το παράθυρό σας από τα χαράματα ως αργά το βράδυ κ. Μήτσιου; Και μάλιστα με αναμμένη τη μηχανή; Διότι δεν την σβήνουν σχεδόν ποτέ τη μηχανή. Το χειμώνα τη θέλουν για τη θέρμανση, το καλοκαίρι για τον δροσισμό», μου εξέθετε ήρεμα το πρόβλημά των κατοίκων «Ξέρετε πως είναι να μην τολμάς ν’ ανοίξεις παράθυρο, να βγεις στο μπαλκόνι σου, ν’ απλώσεις τη μπουγάδα σου βρε αδερφέ;»
Δεν ξέρω καλή μου κυρία και, να με συμπαθάτε, δεν θέλω να το διαπιστώσω. Δεν θα ήθελα έπ’ ουδενί να είμαι στη θέση σας. Είναι, τελικά, τραγικό το πώς επιβεβαιώνονται ρήσεις όπως αυτή που λέει «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας αλλά το πώς μια πολιτεία ή μια κοινωνία μπορεί να κάνει αβίωτη τη ζωή των πολιτών – μελών της. Μια πολιτεία που θα έπρεπε να φροντίζει για το αξιοβίωτο της καθημερινότητας, οδηγεί την ψυχική και σωματική υγεία των μελών της στα άκρα.
Υπάρχουν δεκάδες παρόμοιες «ιστορίες καθημερινής τρέλας» που αφορούν πόλεις σαν τη Λάρισα και που ταλανίζουν τους κατοίκους των. Να σας θυμίσω, για παράδειγμα, την ιστορία των κατοίκων που ζουν δίπλα στις γραμμές του τρένου, εκεί όπου λειτουργεί ο σταθμός ανεφοδιασμού και το κέντρο επισκευής των μηχανών του ΟΣΕ, πάλι στη Λάρισα. Τα επίπεδα των ρύπων πρέπει να χτυπάνε κόκκινο κάποιες ώρες της ημέρας και όλες τις ημέρες του χρόνου. Χώρια τα ζητήματα ασφάλειας που πιθανόν να προκύπτουν από την εγκατάσταση. Υπάρχουν επίσης εκατοντάδες λιγότερο σημαντικές ιστορίες που αγγίζουν την καθημερινότητα όλων μας. Σημαντικές από την άποψη ότι σπάνια τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν πάνω τους. Πάρτε για παράδειγμα την κατάσταση των πεζοδρομίων και των οδοστρωμάτων, ειδικά στις συνοικίες που είναι έστω και ελάχιστα τετράγωνα μακριά από την βιτρίνα του εμπορικού κέντρου. Κάθε προσπάθεια να διασχίσεις – πεζός ή εποχούμενος - τέτοιες περιοχές μετατρέπεται σε αγώνα δρόμου μετ’ εμποδίων. Δεν μιλάμε για ηλικιωμένους ή γενικότερα για ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Αυτούς, οι ελληνικές πόλεις τους έχουν καταδικάσει σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Είναι βέβαιο ότι ο καθένας μας ζει λίγο ή πολύ τον βιασμό της καθημερινότητάς του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το χειρότερο είναι ότι τις περισσότερες φορές δεν το συνειδητοποιούμε παρά μόνο αφού το σκεφτούμε: έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ τη λακκούβα στο δρόμο, τα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, το θόρυβο, το καυσαέριο, την αυθαιρεσία, την παρανομία, τις ακαλαίσθητες διαφημιστικές πινακίδες, τα τραπεζοκαθίσματα που κλείνουν δρόμους και πεζοδρόμια, τα λογής πανέρια και πάγκους των εμπορικών, τα μηχανάκια στα πεζοδρόμια, τα αυτοκίνητα στους πεζόδρομους, τους ξέχειλους κάδους απορριμμάτων που τίποτα δεν μας κάνει εντύπωση πλέον. Έχουμε μάθει να ζούμε μαζί τους. Αυτό είναι η καταδίκη μας και η κατάντια μας ταυτόχρονα.
Δεν περιορίζεται μόνο στα παραπάνω αυτή η μίζερη καθημερινότητα που θεωρούμε δεδομένη. Πληροφορήθηκα πρόσφατα από καλό μου φίλο για μια παράνομη κατεδάφιση διατηρητέου κτίσματος στο κέντρο του Ναυπλίου. Αλήθεια, πείτε μου, πόσα κτίρια υπάρχουν στο κέντρο της Λάρισας, ή των άλλων Θεσσαλικών πόλεων από αυτά που οι τοίχοι τους περικλείουν την ιστορία και τις μνήμες μιας πόλης; Πόσα έχουν σωθεί από την αντιπαροχή; Πόσα γλίτωσαν από ασεβείς «αξιοποιήσεις» καφετεριούχων; Πόσα μένουν όρθια και αξιοπρεπή; Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν μας διακατέχει κάποιο σύνδρομο Μαζικής Εθνικής Ντροπής για την καταγωγή μας: δείχνουμε μια αξιοζήλευτη διάθεση να καταστρέψουμε ο,τιδήποτε θυμίζει το παρελθόν μας, με εξαίρεση τα μνημεία των πολύ μακρινών προγόνων μας. Κι αυτά όχι λόγω γνώσης ή σεβασμού αλλά επειδή αρέσουν στους τουρίστες και μας φέρνουν χρήμα. Δείχνουμε μια διάθεση να διαγράψουμε το παρελθόν μας σαν να μην ήταν ποτέ κομμάτι της ιστορίας μας. Φερόμαστε σαν νεόπλουτοι κι αυτό φαίνεται. Παντού. Στα αυτοκίνητα που οδηγούμε, στα ρούχα που φοράμε, στα σπίτια που χτίζουμε και στις πόλεις που ζούμε. Πόλεις χωρίς χρώμα, παρά μόνο το εφήμερο των ενδυματολογικών μας προτιμήσεων. Πόλεις χωρίς ταυτότητα παρά μόνο αυτή της κυριαρχίας του τσιμέντου, του γυαλιστερού, του κραυγαλέου, του φτηνού. Πόλεις – κακέκτυπα της κουλτούρας της πρωτευούσης. Πόλεις wannabe.
Δεν ξέρω ως που θα μας βγάλει αυτός ο δρόμος που δείχνουμε να τραβάμε ξένοιαστοι. Ξέρω μόνο ότι πρέπει ν’ αλλάξουμε ρότα. Ν’ αλλάξουμε τώρα. Να νοιαστούμε. Για τα παιδιά μας, για τον γείτονά μας, για τον συμπολίτη μας, για την πόλη μας, για το σπίτι μας. Όχι γιατί έχουμε χρέος να το κάνουμε αλλά γιατί δεν έχουμε περιθώρια να πράξουμε διαφορετικά.

Αρθρο μου, από την σελίδα "Οικολογία" της εφημερίδας "ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΗΧΩ" φύλλο Κυριακής 15 Νοέμβρη 2009

.

1 σχόλιο:

  1. ο αέρας της πόλης μας σε ποιον ανήκει;
    το έδαφος;
    το νερό;

    ιδού γιατί η Οικολογία πρέπει να είναι μπροστά και πάνω από την Οικονομία...

    καλή σου μέρα φίλε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή