Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Ολ-αίθριο σουβενίρ



Πηγή : ο λεκορμπυζιές

Ζούμε σε έναν καιρό που μαστίζεται από την αδράνεια. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή τριγύρω μας. Παθητική σκέψη, παθητική δημοκρατία, παθητική αρχιτεκτονική. Όχι πολύ μακριά, κτίρια σε όλο το κέντρο της Αθήνας εγκαταλείπονται, θελημένα ή όχι, αδρανούν, ερημώνουν. Κτίρια από όλα τα layers της αρχιτεκτονικής ζωής της πόλης. Γερμανικός κλασικισμός, μοντερνισμός, λαϊκά σπίτια, μεσοπολεμικές πολυκατοικίες, εμπορικά κέντρα. Η γοητεία της φθοράς και η ιστορική τους αξία, ως τεκμήρια μιας άλλης εποχής, τα μετατρέπουν από κτίρια σε μνημεία. Η πολιτεία μεριμνά (κάποιες φορές χωρίς να το θέλει - προσφυγικά Αλεξάνδρας π.χ.) για την συντήρηση τους, την “αποκατάσταση” τους.
Παγώνει το χρόνο. Σε μια εποχή αδράνειας, αδρανοποιούμε τα κτίρια. Κόβουμε το φιλμ της ζωής τους σε ένα καρέ. Ποιο καρέ διαλέγουμε; Η ηθική της αναστήλωσης είναι αμφιλεγόμενη. Σε ένα πατσγουορκ όπως η Αθήνα, τα κτίρια σπάνια διακρίνονται για την καθαρότητα του “στυλ” τους (sic.). Τα περισσότερα από αυτά τα κτίρια γίνονται μουσεία. Εκθέτουν την ιστορία τους, εκθέτουν τα σωθικά τους, εκθέτουν τη ζωή τους. Από κοινοί θνητοί γίνονται θρύλοι. Η ζωή τους γίνεται “δημόσια”. Η ζωή τους σταματά σε ένα καρέ. Λουστράρεται και εκτίθεται. Ταυτόχρονα η Αθήνα επεκτείνεται στα προάστιά της. Αμφίβολης αρχιτεκτονικής κτίρια, δίχως πολεοδομικό σχεδιασμό, γεμίζουν τα σύνορα της πόλης. Χτίζουμε κι εγκαταλείπουμε. Ένα δίπολο δίχως λογική. Η αδράνεια της σκέψης.

Ο ήλιος διαγράφει το βιοκλιματικό του κύκλο φωτίζοντας εδώ και 150 χρόνια το κτίριο Αβέρωφ. Τον τελευταίο καιρό, λάμπουν στις αχτίνες του οι αρμολογήσεις της όψης τονισμένες από γραφίτη. Σωματίδια σκόνης γεμίζουν το αίθριο. Είναι τα μόνα που το γεμίζουν. Η ζωή έχει αφαιρεθεί από το πρότερο σπίτι της αρχιτεκτονικής σχολής. Οι φοιτητές γεμίζουμε τις αίθουσες του κτίριου Χημικών. Αναμένουμε την επιστροφή μας σε έναν χώρο που ετοιμάζεται για να αδρανοποιηθεί. Η αναγωγή του κτιρίου Αβέρωφ σε μνημείο έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια. Δεν του αποδόθηκε για την Αρχιτεκτονική του ποιότητα, η οποία στο πέρασμα των χρόνων έχει αμφισβητηθεί, αλλά σαν σκηνικό της
πτώσης της δικτατορίας. Η σημασία της ζωής που έκλεισε στο σώμα του καθρεφτίστηκε στην μνημειοποίηση του όχι ο αναγεννησιακός του διάκοσμος ή οι αρχαϊκοί ρυθμοί. Το
Αβέρωφ ξεσκονίζεται. Τα μάρμαρά του έχουν λουστραριστεί και ο ζωγραφικός διάκοσμος επανήλθε στην πρότερη του αίγλη. Σε κάποια σημεία οι οπές από τις σφαίρες που έχει “φάει” κρύφτηκαν. Το Αβέρωφ έμεινε στο καρέ του. Η ζωή έφυγε από αυτό. Έντονες συζητήσεις θέλουν το Αβέρωφ να μετατραπεί σε μουσείο. Είναι η αναμενόμενη κατάληξη της αδρανοποίησης ενός κτιρίου. Με τον τρόπο αυτό κανείς δεν θα μουτζουρώσει ξανά τους τοίχους, και κανείς δεν θα σκεφτεί σε αυτό για το μέλλον του. Το Αβέρωφ είναι ένα κτίριο μνημείο όσο η ζωή μέσα του συνεχίζει να προσφέρει ελπίδα.

Οι πρόσφατες καταστροφές που υπέστη το Αβέρωφ στα Δεκεμβριανά έχουν πολλαπλές αναγνώσεις. “Μας φταίνε οι γνωστοί-άγνωστοι που δεν επικοινωνούν με τα λαξεύματα της τέχνης πάνω στα μάρμαρα;” ή μήπως μας φταίει μια κοινωνία στην οποία τα μνημεία αντιμετωπίζονται σαν εκφραστές μιας πολιτικής κατάστασης και δέχονται την οργή των μαζών; Ο ορθολογισμός του γερμανικού προσωπείου του κτιρίου, που συνομιλεί άμεσα με την τριλογία της Πανεπιστημίου, εκφράζει καθεστωτικά αισθήματα άσχετα με τον παλμό των φοιτητών του ’74, του 2009.. Όσο η ζωή φεύγει από το Αβέρωφ και μένει η λουστραρισμένη πρόσοψη, το κτίριο θα αποκόπτεται από το συλλογικό συνειδητό ως μνημονικό κρεμαστάρι της ανατροπής και της ελπίδας και θα γίνεται ψυχρό μνημείο μιας ξενόφερτης αρχιτεκτονικής που θαυμάστηκε για λόγους εθνικής συνοχής. Τότε θα δέχεται πολύ περισσότερα πυρά απ’ ότι σήμερα.

Η ζωή οργιάζει στα κτίρια που πλαισιώνουν το Αβέρωφ. Μαζί με την μουσειοποίηση του Αβέρωφ τίθεται το θέμα της μεταφοράς της σχολής αρχιτεκτόνων στην πολυτεχνειούπολη. Οι υπέρμαχοι της προοπτικής αυτής εκθειάζουν την άπλα του “σύγχρονου” campus, την αποκέντρωση της πανεπιστημιακής κοινότητας, την μεταφορά (αντί της κατάργησης) του ασύλου, σε ένα μέρος που δεν θα καθίσταται προβληματική η εφαρμογή του. Η ερήμωση του κέντρου από την έξαλλη νεολαία, η τακτοποίηση και μουσειοποίηση του. Η αδράνεια. Από εκεί που στεκόμασταν ως φοιτητές ανάμεσα στο δίπολο “καρδιά” ή “έντερο” του Μπίρη (aka Αβέρωφ ή Χημείο) , καλούμαστε να εξοβελιστούμε από τον οργανισμό της πόλης σαν παράσιτα. Οι αρχιτέκτονες είναι οι μικροοργανισμοί της πόλης, η τοποθέτηση τους στα μοντερνιστικά κουτιά της πολυτεχνειούπολης έξω από τον αστικό ιστό θα μορφώσει γενιές αρχιτεκτόνων δίχως αστική παιδεία. Το κτίριο Αβέρωφ με τη συγκεντρωτική δομή του αιθρίου διαμόρφωνε το ιδανικό περιβάλλον για τη συλλογική πρακτική του αρχιτεκτονικού λειτουργήματος. Η ζωή μας στο Χημείο έχει ήδη λάβει μια νότα ατομισμού. Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι κρίσιμη.\ Τα κτίρια στο κέντρο ερημώνουν. Η πολυτεχνειούπολη χτίζεται. Το άσυλο είναι μία σημαία στην οποία τυλίγεται όλος ο φόβος της μικροαστικής κοινωνίας. Το άσυλο συνοδεύει κάθε αναφορά σε βανδαλισμό, και γίνεται βασικό επιχείρημα της μουσειοποίησης του κέντρου. Η δράση και η αντίδραση της φυσικής νομοτέλειας. Οποιαδήποτε κοινωνική ανατάραξη προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο συντηρητισμό και αδράνεια. Στη συζήτηση για το άσυλο απουσιάζει η αναφορά στην εκ των έσω κατάργησή του. Η κατευθυνόμενη πολιτική σκέψη στις σχολές. Η κατευθυνόμενη πολιτική σκέψη στα σπίτια μας. Η αδράνεια της κοινωνικής ανησυχίας είναι βασικό αποτέλεσμα της καταστρατήγησης του άσυλου του εγκεφάλου μας.

Το άσυλο έχει απαξιωθεί από τα μέσα του και όλη η φασαρία γίνεται για να πέσουν τα χωρικά προσχήματα. Η ζωή που άλλοτε γέμιζε το Αβέρωφ κινδυνεύει να μουσειοποιηθεί και η ίδια σε μια μελαγχολική ανάμνηση της ενεργητικότητας. Οι ερχόμενες μέρες μπορεί να γίνουν ακόμη ένα σκηνικό βανδαλισμού του Αβέρωφ. Δεν μας πειράζει που οι γνωστοί-άγνωστοι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τα λαξεύματα της τέχνης. Πειράζει που η συζήτηση θα στραφεί στην εξοστράκιση μας από το χώρο ζωής μας. Αφού προστατέψουμε το κεφάλι μας πρέπει οι ίδιοι να είμαστε εδώ για να προστατέψουμε τη ζωή στο Αβέρωφ. Να το κάνουμε δικό μας. Να το κάνουμε ξανά από μνημείο κτίριο.

"Αυτό 'ναι που κάποτε μας ξενίζει-
η υπερτροφία του αμετάβλητου"

"Ελένη", Γιάννης Ρίτσος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου