Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Αποφάσεις και ρήξεις


Η αναμόρφωση της Αγροτικής παραγωγής στο σύνολό της είναι ζητούμενο χρόνων τώρα. Κανείς, και το εννοώ, υπουργός και καμία κυβέρνηση ως τώρα δεν αποφάσισε να σκύψει πραγματικά πάνω από τα χρόνια, δομικά, εγγενή και εξωγενή προβλήματα της αγροτικής οικονομίας, να τα δει στο σύνολό τους και να τα αντιμετωπίσει σφαιρικά. Παγιδεύτηκαν σε εύκολες λύσεις επιμέρους προβλημάτων, σε ψηφοθηρικές λογικές, χάιδεψαν αυτιά και τσέπες και άφησαν τα προβλήματα να συσσωρεύονται, να γίνονται πολυπλοκότερα και, πλέον, με το πέρασμα του χρόνου, δισεπίλυτα.

Παραγωγή, μεταποίηση, διάθεση, συνεταιριστικό κίνημα έμειναν ακίνητα για χρόνια. Η απουσία εθνικής πολιτικής και στρατηγικού σχεδιασμού ήταν εμφανής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στις συνόδους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποφάσεις που πολλές φορές λήφθηκαν με ουσιαστικά απούσα την χώρα μας ή, στην καλύτερη περίπτωση, χωρίς αυτή να έχει στοχευμένες προτάσεις ή σφαιρικές απόψεις. Τα όποια πρόσκαιρα οφέλη μερίδας των αγροτών από αποφάσεις που υπαγορεύτηκαν από κοντόφθαλμες πολιτικές, εξανεμίστηκαν σε εθνικό επίπεδο με την καταβολή υπέρογκων και δυσβάσταχτων προστίμων για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου ή των κοινοτικών πρακτικών.

Δεν είναι στις προθέσεις μου ούτε έχω τις γνώσεις και την εμπειρία να προτείνω
λύσεις για το σύνολο των προβλημάτων που άπτονται του αγροτικού χώρου και των διάφορων εκφάνσεών του. Προβληματισμό θέλω κυρίως να εκφράσω, καθώς και πρακτικά μέτρα προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις που, αν δεν τεθούν κάτω από την ομπρέλα μιας συνολικής στρατηγικής κι ενός εθνικού σχεδιασμού, κινδυνεύουν να καταδικαστούν σε αποτυχία. Συνεχίζοντας λοιπόν τον προβληματισμό μου από το άρθρο της προηγούμενης εβδομάδας για μελέτη και εκσυγχρονισμό των αρδευτικών δικτύων και έχοντας πάντα το βλέμμα στην περιβαλλοντική διάσταση της αγροτικής πολιτικής, καταθέτω σήμερα τις απόψεις μου στο ζήτημα της λειτουργίας των Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων

Οι Οργανισμοί αυτοί, δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και λειτούργησαν μ’ ένα νομοθετικό πλαίσιο που με μια πρώτη ματιά δείχνει δημοκρατικό, συμμετοχικό και αποκεντρωτικό.  Από τη δεκαετία του ’80 αναπτύχθηκε μια τάση αγιοποίησης της αποκέντρωσης ως λύση – πανάκεια για όλα τα κακά αυτού του τόπου. Έκτοτε, χρησιμοποιείται σαν επιχείρημα και όπλο ενάντια σε οποιαδήποτε λογική συγκέντρωσης υπηρεσιών ή κατάργηση υπηρεσιών - σφραγίδων. Η αποκέντρωση από μόνη της είναι μια ιριδίζουσα φούσκα – εντυπωσιακή μεν, κενή δε - όταν δεν εγγυάται ή δεν συνοδεύεται από αποτελεσματικότητα και λειτουργικότητα.

Επί σειρά ετών και με «καλαφατίσματα», οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων λειτούργησαν καλά, παράγοντας έργο στο μέτρο που οι δυνατότητές τους και το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας το επέτρεπε. Την τελευταία όμως δεκαετία με τις αλλαγές στην διοικητική οργάνωση της χώρας, την μεταφορά δηλαδή αρμοδιοτήτων προς τις Νομαρχίες, τις αλλαγές στην οικονομία λόγω ευρωπαϊκής ενοποίησης, τις αλλαγές στην αγροτική πολιτική, τις συνθήκες ελεύθερης αγοράς, οι Οργανισμοί φανέρωσαν το αναχρονιστικό τους πρόσωπο. Στην πλειονότητά τους παραπαίουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και απορροφούν πολύτιμους οικονομικούς πόρους, τους οποίους χειρίζονται με αδιαφανείς διαδικασίες καθώς ο προληπτικός έλεγχος στην ουσία περιορίζεται στον τύπο ενώ ο κατασταλτικός, όταν έρχεται, αδυνατεί να λειτουργήσει λόγω όγκου ελεγχόμενων χρήσεων. Οι περισσότεροι από αυτούς προσφέρουν υποτυπώδεις υπηρεσίες και απασχολούν μη παραγωγικά ανθρώπινο δυναμικό.

Δεν είναι μόνο τα παραπάνω συμπτώματα βαριάς ασθένειας του χώρου, που οδηγούν κάθε υγιώς σκεπτόμενο πολίτη στο να εκφράσει αίτημα αλλαγής του τρόπου λειτουργίας των Οργανισμών αυτών. Τα έργα που καλούνται να διαχειριστούν είναι παλαιά, μη λειτουργικά, πολυδάπανα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν καλύπτουν καν τις ανάγκες για τις οποίες κατασκευάστηκαν. Τέλος, δεν έχουν πλέον την ηθική κάλυψη των αγροτών, τα συμφέροντα των οποίων θα έπρεπε να υπηρετούν.

Σαν αποτέλεσμα αυτών αδυναμιών, έρχεται η πολιτική εκμετάλλευση του χώρου. Τοπικοί κομματάρχες, μικροπαραγοντίσκοι, καλοθελητές και άλλοι χρησιμοποιούν τους Οργανισμούς αυτούς σαν εφαλτήριο για την εξυπηρέτηση προσωπικών βλέψεων ή σαν μηχανισμούς εξυπηρέτησης εκλογικής πελατείας. Αυτός που τελικά πληρώνει, και μάλιστα ακριβά, όλη αυτή την κατάσταση είναι ο μεμονωμένος αγρότης, ο οποίος καλείται να καταβάλει τέλη για υπηρεσίες, τις οποίες τις περισσότερες φορές δεν απολαμβάνει ή των οποίων το όφελος είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με το κόστος.

Πέρα από τη σπατάλη σε οικονομικούς πόρους υπάρχει το περιβαλλοντικό και κοινωνικό τίμημα. Τα υπάρχοντα έργα, των οποίων η διαχείριση βρίσκεται στα χέρια των Οργανισμών αυτών, αποδεικνύονται σπάταλα σε πόρους. Πόρους πολύτιμους, όπως είναι το νερό, ενώ με την ίδια ευκολία «σπαταλιέται» ανθρώπινο δυναμικό σε αμφιβόλου αποτελεσματικότητας και χρησιμότητας υπηρεσίες.

Απορίας άξιο είναι πού θα «χρησιμοποιηθούν» και πώς θα λειτουργήσουν οι Οργανισμοί αυτοί εάν και όταν εφαρμοσθεί η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το νερό και συσταθεί ο Ενιαίος Φορέας Διαχείρισης Υδατικών Πόρων, όπως επιτάσσει η Εθνική Νομοθεσία. Αν δεν αναδιαταχθούν οι δυνάμεις που εμπλέκονται στο κύκλωμα «αρδευτικό νερό», οι αγρότες θα συνεχίζουν να πληρώνουν ακριβά κακής ποιότητας υπηρεσίες.

Ένας άλλος μύθος που καλλιεργείται εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες και που δένει με τα προηγούμενα, καθώς σχετίζεται άμεσα με αυτά, είναι αυτός της τιμολόγησης του νερού, πάντα σε εφαρμογή του κοινοτικού και εθνικού δικαίου. Ένας μύθος που μιλά για εκτόξευση του κόστους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων και για ουσιαστική καταδίκη σε αφανισμό των αγροτών. Αλήθεια, δεν πληρώνουν ήδη οι αγρότες τη συντήρηση Οργανισμών, που έχουν σαν αντικείμενο την διανομή αρδευτικού νερού; Δεν επιβαρύνεται η αγροτική παραγωγή με δαπάνες, οι οποίες μπορούν τουλάχιστον να νοικοκυρευτούν; Κάποτε οι κυβερνώντες θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν, ότι προβλήματα δεν παύουν να υπάρχουν όταν κρύβεις τα κάτω από το χαλί. Αν δεν γίνει κάτι τώρα σε σχέση με το νερό, τότε οι επόμενοι «σωτήρες» θα είναι οι εταιρείες εκμετάλλευσης και διαχείρισης υδάτων. Είναι μια προοπτική, την οποία όλοι απεύχονται αλλά δεν κάνουν τίποτα ώστε να την σταματήσουν. Οι άναρθρες κραυγές δεν τρομάζουν τους πολυεθνικούς γίγαντες που πλουτίζουν με το νερό. Μόνο ο στρατηγικός σχεδιασμός, ο εξορθολογισμός της χρήσης, ο σεβασμός του πόρου και η ολοκληρωμένη διαχείριση μπορεί να έχει αποτέλεσμα.

Πώς όμως μπορεί κάποιος να οδηγηθεί σε αποτελέσματα με τους λιγότερους κλυδωνισμούς και χωρίς να διασπαστεί ο κοινωνικός ιστός; Η απάντηση είναι μία: μέσα από παραγωγικό διάλογο με σαφές πλαίσιο, με καταληκτικές ημερομηνίες και με πολιτική βούληση. Βλέποντας τα πράγματα μέσα από αυτό το πρίσμα, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο η εκφρασμένη βούληση της Πανθεσσαλικής Συντονιστικής Επιτροπής για τον Αχελώο να συμμετέχει στη διαδικασία προκήρυξης, ανάθεσης και εκπόνησης του Διαχειριστικού Σχεδίου για τα νερά της λεκάνης του Πηνειού, παρακολουθώντας στενά τη διαδικασία. Αυτό εξ’ άλλου είναι τελικά διαβούλευση.  Αρκεί να αφήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι «σπίτι» τους ιδεοληψίες, αγκυλώσεις, μικροσυμφέροντα και να προτάξουν το εθνικό και κοινωνικό συμφέρον.

Οι ηγεσίες του ΥΠΕΚΑ, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και όλων των συναρμόδιων Υπουργείων, καλούνται σ’ αυτή τη χρονική στιγμή να λάβουν αποφάσεις και να προχωρήσουν σε ρήξεις. Αποφάσεις που θα αλλάξουν το τοπίο στον αγροτικό χώρο, ρήξεις με κατεστημένες νοοτροπίες. Η πορεία θα είναι δύσκολη αλλά όλοι γνωρίζουν ότι τίποτα σημαντικό δεν είναι εύκολο.

Αρθρο μου, από την σελίδα "Οικολογία" της εφημερίδας "ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΗΧΩ" φύλλο Κυριακής 13 Δεκέμβρη 2009

.

2 σχόλια:

  1. η νυν ηγεσία του Υπ Α.Α.Τ σε διαβάζει?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μάλλον όχι, Γιάννη. Θα επιχειρήσω να τους το στείλς, κι αυτό κι άλλα, προηγούμενα κι αδημοσίευτα. Είσαι καλά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή