Έζησες δύσκολα χρόνια. Με στερήσεις, απογορεύσεις, απογοητεύσεις, διώξεις όμως στο τέλος τα κατάφερες. Πάλεψες, δούλεψες, σπούδασες, καταξιώθηκες κοινωνικά, παντρεύτηκες.
Όταν ήρθε η ώρα, έφερες στον κόσμο παιδί. Είπες “Δεν θα περάσει το παιδί μου όσα εγώ πέρασα. Θα του δώσω όσα ζητήσει. Δεν θα του λείψει τίποτα”. Ήσουν στο απόγειο της καριέρας σου και τού έδωσες τα πάντα. Ό,τι ζητούσε το είχε. Πολλές φορές το είχε πριν καν το ζητήσει. Ήσουν, νόμιζες, ο τέλειος γονιός.
Το βλαστάρι σου μεγάλωνε μέσα στη χλιδή. Παιχνίδια, ρούχα, γαριδάκια, σοκολάτες, “σνάκς”, πάρτι τα πάντα στα πόδια, τα χέρια και το στομάχι του. Αυτό το τελευταίο έγινε τέτοιο που να χωρά τα πάντα... Το παιδί σου όχι μόνο ήταν χορτάτο αλλά φαινόταν από μακριά... Πως να κρυφτεί τέτοια κοιλιά;
Α, δεν λέω, το εκπαίδευσες καλά. Του έμαθες να διεκδικεί. Κάθε φορά που ούρλιαζε υστερικά στο Σούπερ Μάρκετ “Θέλω σοκοφρέτααααα”, το κουτί ολόκληρο του αγόραζες. Κάθε φορά που έσπαγε την κρυστάλλινη φοντανιέρα από το τραπεζάκι του σαλονιού του αγόραζες όλη τη σειρά της πλέιμομπίλ, κάθε φορά που κάρφωνε τον χοντρό του κώλο στο πάτωμα και απαιτούσε ποδήλατο, του αγόραζες δύο “νάχει να παίζει”.
Έτσι μεγάλωνε το βλαστάρι σου μαζί και η κοιλιά του.
Όταν ήρθαν οι δύσκολες εποχές, όταν δεν είχες να πληρώσεις τη δόση, όταν απειλούσαν να σε διώξουν από την μεγάλη φίρμα όπου ήσουν μικροσυνεταίρος, όταν αναγκαζόσουν να πουλάς ένα ένα τα ακίνητα, ο κανακάρης σου εξακολουθούσε να ζητά: “θέλω νιντέντο γουιφι, θέλω εμπιθρι πλέιερ, θέλω κινητό που να ψήνει καφέ και θέλω και χοντρό χαρτζιλίκι”.
“Έλα βρε αγόρι μου να το συζητήσουμε”, έλεγες. “Πρώτα τα λεφτά γέρο και ύστερα κουβεντούλα”, απαντούσε. Έφερες και το νονό του, τη θειά του, το γείτονα, καθίσατε όλοι μαζί κι επέμενες: 'Έλα παλληκάρι μου, κάτσε να τα βρούμε”. Ακίνητος ο μικρός Βούδας. “Όλα τα λεφτά, κι ύστερα οι κουβέντες ρε απατεώνα πατέρα!” φώναζε.
Τι να πεις; Τι να κάνεις; Εσύ τον έφτιαξες μεγάλε. Τώρα, βρες άκρη...
και όταν βγουν στην κοινωνία αυτά τα παιδιά πώς θα επιβιώσουν;
ΑπάντησηΔιαγραφή