Δεν θυμόμουν που μου
είπε να στρίψω κι έστριψα όπως βολεύτηκα: δεξιά. Χρειάστηκε να κάνω καμιά
δεκαπενταριά μέτρα πριν συνειδητοποιήσω ότι περιστοιχίζομαι από πόρνες,
μπράβους, νταβατζήδες και την πολύχρωμη πελατεία τους. Έκανα μεταβολή προς
απογοήτευση των εμπόρων σάρκας, διέσχισα την φαρδιά κεντρική λεωφόρο παίζοντας
μιαν ιδιότυπη ταυρομαχία με την μεγάλου κυβισμού μηχανή και τον φουσκωτό της
αναβάτη, που αγνόησε προκλητικά το φανάρι και ανέβηκε το ίδιο προκλητικά και με
θόρυβο στον πεζόδρομο.
Αριστερά, πέρασα από
ένα περιφραγμένο με ψηλές λαμαρίνες οικόπεδο, ένα ετοιμόρροπο παλιό κτίριο που
περιστοιχίζονταν από σκαλωσιές, την πλαϊνή πλευρά ξενοδοχείου με την πρόσοψη
στην φαρδιά λεωφόρο. Ύστερα πολλά και πολύχρωμα μαγαζιά με την πραμάτεια τους
απλωμένη στα στενά και ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια. Επιγραφές σε περίεργες
εξωτικές γλώσσες, μουσικές πιο εξωτικές και μυρωδιές από γωνιακά φαγάδικα που
όμοιές τους δεν είχα ξανασυναντήσει. Τουλάχιστον όχι αυτό το μίγμα. Παλιά
αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα κάπου στο δρόμο και το πεζοδρόμιο, τρίκυκλες
μοτοσυκλέτες παντού και τα σήματα της τροχαίας δεν είχαν καμιά ισχύ εδώ. Ούτε
κάποιος κώδικας κυκλοφορίας.
Ανατολίτες της
κίτρινης φυλής, μελαψοί βορειοαφρικάνοι, Άραβες, Ινδοί, μαύροι αφρικανοί
μιλούσαν δυνατά και χειρονομούσαν έντονα ενώ έτσι, χωρίς πρόγραμμα και ξαφνικά
στήθηκε μια υπαίθρια λαϊκή όταν κατέβηκαν καφάσια από ημιφορτηγά και τρίκυκλα
με λαχανικά, και διάφορα άλλα φαγώσιμα που δεν θα ήθελα ούτε να ρωτήσω ούτε να
μάθω τι ήταν. Ξυπόλητοι μπαρμπέρηδες στεκόταν στην πόρτα των μαγαζιών τους,
πόρνες με ορθάνοιχτα τα πόδια σε πλατύσκαλα στο βάθος σκοτεινών εισόδων, τσιλιαδόροι
σε γωνίες και σε μπαλκόνια, πορτιέρηδες σε αποθήκες πίσω από σκοτεινές
τζαμαρίες από όπου κατά διαστήματα έφευγαν κούτες άγνωστης προέλευσης προς άγνωστους
προορισμούς.
Στον παραπάνω
παράλληλο, γυαλικά, εργαλεία, λαμαρινάδικα, είδη προικός και οικιακά ανάκατα με
παλιοκαιρίσια μπακίρια, λιναρόσχοινα, κινέζικα ηλεκτρονικά μπαχαρικά και
βότανα. Υπερήλικες ασορτί με τις πραμάτειες των καταστημάτων, στηριγμένοι σε
τσάντες με ρόδες βαδίζουν αργά στη μέση οδό. Ύστερα, η αγορά με τους λογής πάγκους
γεμάτους με τακτικά στοιβαγμένα φρούτα και λαχανικά εποχής. Η ξανθιά καλλίγραμμη
βορειοευρωπαία με το κοντό λευκό φουστάνι και τα στιλπνά σταρένια πόδια έγινε
βορά στα πεινασμένα μάτια των μελαψών νεαρών που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.
Λίγα μέτρα πιο πάνω οι
βιτρίνες αλλάζουν, το ίδιο και το πλήθος μπροστά από αυτές. Εδώ, τα βλέμματα
των αρσενικών είναι μεν το ίδιο αδηφάγα αλλά πιο προσεκτικά. Οι φωνές
παραμένουν οι ίδιες, οι μουσικές και οι μυρωδιές έντονες, περιορισμένου όμως φάσματος.
Σταδιακά, τα καταστήματα και τα κτίρια αλλάζουν και μαζί τους το πλήθος στα
πεζοδρόμια. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω από εκεί που δίστασα να στρίψω
και μόλις είκοσι λεπτά μετά, βρίσκομαι σε ψυχρές βιτρίνες καταστημάτων τραπεζών,
σε ανθρώπους γκρίζους, σε κτίρια φροντισμένα, σε ήχους και μυρωδιές οικείες, σε
γωνίες με κούτες αστέγων, σε φανάρια και τροχονόμους και βιαστικούς, αγχωμένους
οδηγούς.
Είκοσι λεπτά. Ένα
ταξίδι στον κόσμο σε είκοσι λεπτά. Ασία, Ευρώπη, Αφρική σε μερικές εκατοντάδες
μέτρα. Ομόνοια, Πειραιώς, Γερανιου, Σοφοκλέους, Σωκράτους, Αγορά, Ευρυπίδου,
Κλαυθμώνος, Κοραή. Ένα ταξίδι σε μια άλλη Αθήνα στην καρδιά της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου