Δεν βρήκε τον παράδεισο αλλά μιαν άλλη κόλαση. Πολύχρωμη, με φώτα πολλά και ήχους ατέλειωτους. Η μάνα του, ένα τίποτα τότε, στη γη που γεννήθηκαν, ένα τίποτα τώρα. Η αδερφή του μεγαλώνει μη γνωρίζοντας άλλη πραγματικότητα παρά αυτή που βιώνουν. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος, οι βροχές πολλές και το να βρεις στεγνή άκρη να στήσεις σπιτικό, σχεδόν αδύνατο. Παράπονα δεν είχε όμως: Τούτη η πόλη πετούσε τόσο φαϊ στα σκουπίδια της που θα μπορούσε να θρέψει όλους τους πεινασμένους των δρόμων, αρκεί να ήξερε κανείς να ψάχνει. Κι αυτός είχε μάθει. Φοβόταν μόνο κάποιους που φώναζαν ή χτυπούσαν κάποιες φορές, αλλά κι αυτούς ήξερε να τους αποφεύγει. Για τους υπόλοιπους ήταν (ήξερε να είναι) αόρατος.
Το τελευταίο του εύρημα …
Το τελευταίο του εύρημα …
Απομακρύνθηκε με αργό, σταθερό βήμα, ακριβώς όπως είχε φτάσει. Αν τον έβλεπες, δεν θα πρόσεχες καν ότι κοντοστάθηκε, ότι κρατούσε ένα σάκο στα χέρια του πριν που τώρα χάθηκε. Ήξερε πια να περνά απαρατήρητος. Δεν ήταν βέβαια δύσκολο σ’ αυτήν την πόλη. Την μισούσε την πόλη και τους ανθρώπους της. Μισούσε αυτούς τους «βολεμένους μικροαστούς» που αυτή την ώρα έβλεπαν αθλητικά ή ψυχαγωγικές στο χαζοκούτι, αποχαυνωμένοι λίγο πριν τον ύπνο της Κυριακής, για να πάνε ξανά στην δουλειά τους αύριο Δευτέρα («πληρωμένη σκλαβιά» είχε μάθει να τη λέει). Θα τους ξυπνούσε όμως. Τουλάχιστον κάποιους από αυτούς….
Το τελευταίο του εύρημα ήταν ένας σάκος ορφανός. Παρατημένος στην εσοχή μιας πολυκατοικίας. Τον πλησιάσε με την αδερφή του – ούτε βήμα δεν τον άφηνε να κάνει πια – τον περιεργάστηκε, τον άνοιξε. Ένα ρολόι, κάτι καλώδια, τίποτα. Είχε ήδη μάθει να βρίσκει απίστευτα πράγματα στα σκουπίδια και στους δρόμους αυτής της πόλης. Έκανε δύο βήματα, σαν να πήρε φόρα, και πέταξε τον σάκο προς ένα κάδο σκουπιδιών που ήταν μερικά μέτρα μακρύτερα…
Το τελευταίο του εύρημα ήταν ένας σάκος ορφανός. Παρατημένος στην εσοχή μιας πολυκατοικίας. Τον πλησιάσε με την αδερφή του – ούτε βήμα δεν τον άφηνε να κάνει πια – τον περιεργάστηκε, τον άνοιξε. Ένα ρολόι, κάτι καλώδια, τίποτα. Είχε ήδη μάθει να βρίσκει απίστευτα πράγματα στα σκουπίδια και στους δρόμους αυτής της πόλης. Έκανε δύο βήματα, σαν να πήρε φόρα, και πέταξε τον σάκο προς ένα κάδο σκουπιδιών που ήταν μερικά μέτρα μακρύτερα…
Είχε τάξει στον αδερφό του να κατεβάσουν παρέα το βίντεο μιας συναυλίας. Όταν έστριψε στη γωνία, άνοιξε το βήμα του. Έπρεπε να προλάβει ηλεκτρικό, μετρό μέχρι Σύνταγμα, αλλάγή για την μπλε γραμμή μέχρι Χαλάνδρι. Δεν είχε σχολείο ο πιτσιρικάς, αλλά όσο νάναι, στα δεκαπέντε του, δεν ήταν και για ξενύχτια, σκέφτηκε. Εξ’ άλλου ο πατέρας του θα ούρλιαζε.
Ο κρότος τάραξε τη γειτονιά. Τα μπαλκόνια γέμισαν κόσμο….
Την ώρα που έκλεινε την πόρτα πίσω του, η φωνή του εκφωνητή έλεγε: «οι αστυνομικές αρχές προσπαθούν να ταυτοποιήσουν το διαμελισμένο πτώμα του άγνωστου»
Έμεινε για λίγο παγωμένος.
«Ήρθες ρε;»
«Άκου πιτσιρίκο, δεν έχω όρεξη» δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από την τηλεόραση «το κάνουμε αύριο»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου