Έχουν περάσει περισσότερα από 4
χρόνια από τότε που κάποιοι πολιτικοί έκρουσαν για πρώτη φορά τον κώδωνα του
κινδύνου της κατάρρευσης της οικονομίας και 3 από τότε που η υποψία άρχισε να
γίνεται βεβαιότητα.
Η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου είχε
την ευκαιρία και την ορμή – βασισμένη σε μια ευρεία εκλογική νίκη – να βάλει τις
βάσεις για την δρομολόγηση όχι της επίλυσης του δημοσιονομικού προβλήματος
(αυτό δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο ελληνική επιλογή) αλλά της δημιουργίας
εκείνου του περιβάλλοντος το οποίο θα ευνοούσε οποιαδήποτε μελλοντική
προσπάθεια εθνικής αναγέννησης.
Κυρίως λόγω ανικανότητας των
στελεχών της να κατανοήσουν το μέγεθος του προβλήματος αλλά και λόγω της απαράδεκτης
στάσης σύσσωμης της αντιπολίτευσης με την άτυπη καθοδήγηση του Α. Σαμαρά, η
ευκαιρία εκείνη χάθηκε με σημαντικές επιπτώσεις στην κλιμάκωση της κρίσης ως προς
την έντασή της και την χρονική της διάρκεια. Η κυβέρνηση Παπαδήμου θα μπορούσε επίσης
να είναι μια ευκαιρία, η στάση όμως αυτή τη φορά του κ. Σαμαρά την καταδίκασε
σε αποτυχία.
Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές
του Ιουνίου του 2012, για τους ψύχραιμους και αντικειμενικούς σχολιαστές μπορεί
να ήταν η μοναδική ελπίδα αλλά είχε ελάχιστες πιθανότητες να επιτύχει, κυρίως
επειδή η ανακύκλωση των ίδιων προσώπων ή των ίδιων λογικών – που απέτυχαν τα
προηγούμενα χρόνια – εγγυόταν την αποτυχία της.
Εννέα σχεδόν μήνες μετά, είναι
γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι όσα κι αν έκανε η παρούσα κυβέρνηση δεν ήταν ούτε
έγκαιρα ούτε αρκετά ώστε να πει κάποιος ότι η χώρα μπήκε σε μια διαδικασία
επίλυσης της σωρείας των προβλημάτων της – οικονομικών, διαρθρωτικών, δομικών. Μόνο αν θεωρηθεί σαν πείραμα ή μάθημα για το
μέλλον και για την ανάγκη κυβερνήσεων συνεργασίας, μπορεί κάποιος να οδηγηθεί
σε θετικό απολογισμό της πορείας της. Έχουμε όμως την πολυτέλεια δοκιμών μεσούσης
της κρίσης; Μπορούμε να δοκιμάζουμε διακόσμηση την ώρα που καίγεται το σπίτι μας;
Προφανώς όχι.
Ωραία, τι κάνουμε; Θα πει κάποιος
και θα είναι εύλογη η απορία του. Η μόνη ειλικρινής απάντηση σε αυτή την
ερώτηση είναι «δεν ξέρω». Το μόνο που
ξέρω είναι ότι επί τέσσερα χρόνια στενεύαμε διαρκώς τον ορίζοντα των επιλογών μας,
ακολουθώντας μονόδρομους ή τις λιγότερο κακές επιλογές. Επί τέσσερα χρόνια διαλύαμε
κομμάτι – κομμάτι τον κοινωνικό ιστό και καταστρέφαμε επιμελώς το – ούτως ή
άλλως σαθρό – οικονομικό μας οικοδόμημα. Σύντομα θα είμαστε αντιμέτωποι με μια κοινωνία
η οποία δεν θα έχει απολύτως τίποτα να χάσει. Ούτε καν αλυσίδες.
Σε αυτό το τοπίο το να σχεδιάζει
κανείς μάχες χαρακωμάτων και τακτικούς ελιγμούς μάλλον τον κάνει να μοιάζει με
Μπρανκαλεόνε και όχι με μεγάλο στρατηλάτη. Σε αυτό το τοπίο, οι λύσεις μπορεί
να είναι μόνο ριζικές. Η μετριοπάθεια, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την
μετριότητα.