Ο Βάιος…
Εργαζόμενος στο δημόσιο, κηπουρός, αλλά κάνει δουλειά γραφείου. Ο μισθός και τα λογής επιδόματα φτάνουν κοντά στα 1300 ευρά το μήνα. Με τα νοίκια από κάτι χωραφάκια, ένα σπιτάκι - κληρονομιά της άκληρης της θειάς - με κάτι μεροκάματα μαύρα, με τα «τυχερά» - έχει τον τρόπο του - της υπηρεσίας, τα εκτός έδρας, τις υπερωρίες, συμπληρώνει το εισόδημά του. Πόσα φτάνει; Κανείς δεν ξέρει. Ο ίδιος δεν λέει.
Λέει όμως πως «δεν βγαίνει». Οι ανάγκες βλέπεις… Σ’ αυτό ο Βάιος είναι ξεκάθαρος: «Το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο, η nova, τα κινητά, τα ψώνια, τα φροντιστήρια, το ντύσιμο, τα προσωπικά, η έξοδος – βρε αδερφέ! -, τσιγάρα, καφέδες, τσίπουρα, η ασφάλεια, τα τέλη κυκλοφορίας, τα καύσιμα για τα’ αυτοκίνητα της οικογένειας… μη σου πω 5 χιλιάρικα το μήνα».
Ο Βάιος όπου σταθεί, φωνάζει: «δε βγαίνω, ρε! Πού είναι το κράτος; Δεν υπάρχει κράτος! Θέλω αύξηση!»
Την προσδιορίζει την αύξηση ο Βάιος: «Βγάζω 1300, μου λείπουν άλλα τρία για να καλύψω τις ανάγκες μου, δώστε μου τουλάχιστον τα μισά» Πως μπορείς να αντιπαλέψεις τα επιχειρήματα του Βάιου; Δεν βγαίνει ο άνθρωπος. Δεν του φτάνουν να καλύψει τις ανάγκες του. Βέβαια, το ύψος των αναγκών του το προσδιορίζει μόνος του. Ούτε κουβέντα να κόψει τη nova, ούτε συζήτηση να μειώσει τα τσίπουρα, ούτε λόγος να αλλάξει αυτοκίνητο: «που να πας χωρίς το διπλοκάμπινο;»
Κι έρχεται ο προϊστάμενος, ο δήμαρχος σα να λέμε, και λέει: «Εσένα ρε Γιάννο σου περισσεύουν λεφτά. Δεν είσαι πολυέξοδος, συμμαζεμένος είσαι, όλο σπίτι γραφείο – γραφείο σπίτι. Και το σεϊσέντο, τι καίει; Θα σου μειώσω το μισθό, θα πάρω κι από κάνα δυό άλλους για να καλύψει τις ανάγκες του ο Βάιος». Κάγκελο ο Γιάννος!
Τον γνωρίζω τον Βάιο. Γνωριμία του τσιπουράδικου, απ’ αυτές τις στενές κι απόλυτα ξένες. Έχω ακούσει τον «πόνο του» δεκάδες φορές: «Δεν βγαίνω ρε φίλε!». Μόνιμα χρεωμένος αλλά τα γούστα – γούστα. Πάντα ακριβά. Να κεράσματα, να μπουκάλια στα σκυλάδικα «για το μωρό απέναντι με το ξώβυζο», να σούρτα, να φέρτα… Το «διπλοκάμπινο» το ξέρουν σ΄ όλα τα κωλόμπαρα. Δεν υπάρχει δίμετρο αλλοδαπό να μην τον φωνάζει με τ’ όνομά του σε ακτίνα 100 χιλιομέτρων.
- Βάιο, του λέω, ξοδεύεις πολλά γι’ αυτό δεν βγαίνεις.
- Φιλαράκι, να μου δώσουν αύξηση, να μου χαρίσουν το δάνειο, να βρουν τρόπο, να μπω στο ΕΣΠΑ, να τα πάρω κι εγώ. Έχω ανάγκες ρε. Έτσι δε λέτε εσείς οι αριστεροί; «Ο καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του», δε λέτε;
Ακαταμάχητο το επιχείρημα του Βάιου.
Είχε και κάτι μετρητά από τη μάνα του, λίγα περισσότερα προίκα της Σούλας, τ’ απόσωσε κι αυτά για να μπει συνεταίρος «σε ντιλιβεράδικο» (γκαβά λεφτά, έλεγε) αλλά έπεσε έξω.
Ο δήμαρχος…
Συχωριανός του Βάιου. Τον έχει στήριγμα. Ρουφιάνος, δεξί χέρι, χειροκροτητής, τσαμπουκάς, ψηφοφόρος, κομματάρχης. Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Του έταξε λεφτά, θα τα βρει. Για τον Βάιο… Τις έκανε τις επαφές, τη στρώνει τη δουλειά, σπρώχνει από εδώ, τραβά από εκεί, το ρεγουλάρει το θέμα. Κατάφερε και μάζεψε τις υπογραφές μέχρι που οι υπόλοιποι ξεσηκώθηκαν. Πρώτ’ απ’ όλους ο Γιάννος. Συνάδελφος του Βάιου, στο ίδιο γραφείο… Αυτουνού του περισσεύανε, αλλά - βρε αδερφέ - τις υπερωρίες, τα εκτός έδρας, τα τυχερά όλα στον Βάιο; Ακόμα και δάνειο άτοκο της υπηρεσίας πήρε ο Βάιος κι αυτός τίποτα. Δικά του λεφτά μασούσε «ο αχόρταγος», έτσι τον έλεγε τον Βάιο ο Γιάννος. Πήγε στον επόπτη, στο συνδικάτο, στο Νομάρχη, ακόμα και στην Αθήνα στα κεντρικά έφτασε, κατάφερε να κλείσει προσωρινά τις βάνες της υπηρεσίας προς τον αχόρταγο…
Τότε άρχισαν τα όργανα.. Η υπηρεσία χωρίστηκε στα δυό: οι μεν με τον Βάιο οι άλλοι με το Γιάννο. Όχι ότι είχαν κοινά κίνητρα ούτε κοινά επιχειρήματα, όχι! Ο καθείς για τους λόγους του. Άλλος γιατί η νοοτροπία «Βάιος» μπορούσε να καλύψει και το δικό του βόλεμα, άλλος για να τά ’χει καλά με το δήμαρχο, άλλος για να γλείψει κι αυτός κάνα κόκαλο, να σου πως σχηματίζεται η παρέα του Βάιου. Το ίδιο κι απ’ την άλλη μεριά: ποικιλόχρουν και πολύτροπο ακροατήριο. Στο τέλος μπερδεύτηκε και το πόπολο κι ακολουθούσε σαν πρόβατο τους «ταγούς» του.
Οι πολιτικάντηδες, αυτοί που αρέσκονται να τους αποκαλούν «αιρετοί» - μάλλον σε αντιδιαστολή με τους «εξαίρετους» - βρήκαν ακροατήριο έτοιμο και ψήφους μαζεμένους. Οι Βαϊκοί και οι Γιαννικοί.. Κι ανάμεσα η λογική χαμένη. Ακολούθησαν οι άνθρωποι των γραμμάτων και των επιστημών. Εκεί να δείτε αλαλούμ. Χλιμίντζουρες που τους τρέχουν τα σάλια μπροστά στο μικρόφωνο των «μέσων», πειναλέοι που σου βγάζουν ό,τι αποτέλεσμα θέλεις μέσα από «έρευνες» και «μελέτες», αυλοκόλακες και μόνιμοι κάτοικοι των προθαλάμων του δημαρχείου για μια θέση, μια χρηματοδότηση, μια μελέτη. Επιστημονικές απόψεις «αλά κάρτ». Τεκμηρίωση με την λογική «έχω την αίσθηση». Κι εγώ την έχω ρε φίλε, αλλά δεν την βγάζω σε δημόσια θέα…
Τέλος, απέκτησε και ιδεολογικό υπόβαθρο (απαραίτητο!) η διαμάχη. Ποικιλόχρουν επίσης. Τα πάντα όλα! Λαϊκή εξουσία, αντίσταση στα μονοπώλια, αναδιανομή του πλούτου, ικανοποίηση του αισθήματος δικαίου, ανήκομεν εις την δύσην, είμεθα έθνος ανάδελφον και λοιπαί βαρύγδουπαι μπούρδαι …
Κι η λογική χαμένη.
Τι λέει η λογική; Ότι όποιος δανείζει σε σπάταλο, πετάει τα λεφτά του. Ότι οι ανάγκες είναι μια πολύ υποκειμενική παράμετρος για να μετρηθεί, ότι ο δημόσιος κορβανάς – ο εθνικός πλούτος – είναι ιερός… πράγματα αυτονόητα και αυταπόδεικτα.
Αλλά, είπαμε… η λογική είναι χαμένη
Κι οι βάνες των χρημάτων προς τον Βάιο, πότε άνοιγαν – πότε έκλειναν… το γεφύρι της Άρτας σε νέα έκδοση..
Χρόνια κρατάει το έργο… Δήμαρχοι έρχονται και παρέρχονται, όλοι προσκυνούν το καθεστώς του Βάιου… Διότι με σημαία «λεφτά στο Βάιο» εκλέχτηκαν όλοι. Η κυρίαρχη ιδεολογία : δικαίωση της αρπαχτής, της προχειρότητας, της ασυδοσίας. Το μέσον αναρρίχησης έγινε σκοπός της εξουσίας. Ο φορέας ταυτίστηκε με το φορτίο και το φορτίο κατάπιε τον φορέα. Στο τέλος, ο Βάιος κυβερνά. Και κανείς δεν το συνειδητοποίησε…
Τι κι αν κάποιοι φωνάζουν ότι:
Δεν δίνεις σε κάποιον με τρύπιες τσέπες να σου φυλάξει λεφτά
Δεν δίνεις τα λεφτά των άλλων σε κάποιον που δεν ξέρει να κουμαντάρει τα δικά του
Οι ανάγκες καθορίζονται από τα διαθέσιμα μέσα και όχι το ανάποδο.Να τα πάρει ρε παιδιά ο Βάιος τα λεφτά του, αφού πρώτα:
Μάθει να κάνει οικονομία
Ξαναδεί τις ανάγκες του. Δεν θα πληρώνουν όλοι τα …. τις σεξουαλικές του επιθυμίεςΤότε, να δούμε πραγματικά πόσα του λείπουν κι ανάλογα να κινηθούμε.
Αύριο, το ηθικό δίδαγμα και το ...ζουμί της υπόθεσης.